Με ποια διαδικασία θεραπεύεται ο καρκίνος του παχέος εντέρου;
Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι η πρόληψη και η πρώιμη διάγνωση. Σε ότι αφορά την πρόληψη, συνιστάται η αποφυγή των προδιαθεσικών παραγόντων που έχουν ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση της νόσου. Έτσι, συνιστάται αποφυγή συχνής κατανάλωσης κόκκινου κρέατος και επεξεργασμένων τροφών, το κάπνισμα και το αλκοόλ. Προτιμάται διατροφή με πολλά φρούτα και λαχανικά, τακτική σωματική άσκηση και έλεγχος του σωματικού βάρους.
Σχετικά με την πρώιμη διάγνωση, συνιστάται ο προσυμπτωματικός έλεγχος του γενικού πληθυσμού (screening) με κολοσκόπηση στην ηλικία των 50 ετών, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Αυτό ισχύει για άτομα χωρίς συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως αποβολή αίματος στις κενώσεις ή αναιμία ή εναλλαγή διάρροιας-δυσκοιλιότητας κ.α.
Εφ’ όσον κάποιο άτομο εμφανίσει κάποιο από τα παραπάνω συμπτώματα ο ενδοσκοπικός και απεικονιστικός έλεγχος του παχέος εντέρου επιβάλλεται να γίνει άμεσα ανεξαρτήτου ηλικίας! Επίσης, άτομα με α’ βαθμού συγγενή που εμφάνισε καρκίνο θα πρέπει να ελέγχονται 10 χρόνια νωρίτερα από την ηλικία που αυτό το άτομα νόσησε. Τέλος, άτομα με συγκεκριμένα σύνδρομα (π.χ. σύνδρομο οικογενούς πολυποδίασης) θα πρέπει να ελέγχονται σε νεαρότερες ηλικίες και πριν εμφανίσουν συμπτώματα.
Στην περίπτωση που κατά τον έλεγχο αναδειχθεί καρκίνος ακολουθεί σταδιοποίηση της νόσου με Υπολογιστική Τομογραφία (CT) για να αποκλεισθούν απομακρυσμένες μεταστάσεις. Η χειρουργική εξαίρεση του καρκίνου αποτελεί τη μοναδική θεραπευτική επιλογή που προσφέρει μακροχρόνια ίαση.
Η επιβίωση των ασθενών εξαρτάται άμεσα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται ο καρκίνος του παχέος εντέρου, γι’ αυτό και είναι σημαντική η πρώιμη ανεύρεση της νόσου, όταν αυτή βρίσκεται σε τοπο-περιοχικό επίπεδο (loco-regional disease). Ανάλογα με την εντόπιση του όγκου υπάρχουν και οι εξής τύποι επεμβάσεων:
- Δεξιά ημικολεκτομή
- Αριστερή ημικολεκτομή
- Χαμηλή/πολύ χαμηλή πρόσθια εκτομή ορθοσιγμοειδούς
- Κοιλιοπερινεϊκή εκτομή
Η χειρουργική επέμβαση συνίσταται στην εκτομή του όγκου μαζί με επαρκές τμήμα υγιούς εντέρου πέριξ του όγκου καθώς και με τους συνοδούς λεμφαδένες της πάσχουσας περιοχής (περιοχικοί λεμφαδένες). Τα δύο άκρα του εντέρου που προκύπτουν επανενώνονται με αναστόμωση και η βατότητα του εντερικού σωλήνα αποκαθίσταται. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις αυτή η ένωση δεν είναι εφικτή και τότε το εγγύς τμήμα του εντέρου εξωτερικεύεται στο δέρμα με τη μορφή κολοστομίας («παρά φύση έδρα»).
Τέτοιες περιπτώσεις είναι η επείγουσα χειρουργική επέμβαση (λόγω ξαφνικής εντερικής απόφραξης-ειλεού) και η ύπαρξη όγκου πολύ χαμηλά στο ορθό και κοντά στους σφιγκτήρες (κοιλιοπερινεϊκή εκτομή). Μετά την ανάρρωση του ασθενούς από την επέμβαση ακολουθεί η ιστολογική εξέταση του όγκου που θα δώσει εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες για το στάδιο της νόσου και την πρόγνωση του ασθενούς.
Συνήθως απαιτείται κάποιας μορφής επικουρική χημειοθεραπεία (adjuvant) προκειμένου να ελεγχθεί πιθανή διασπορά των καρκινικών κυττάρων στον υπόλοιπο οργανισμό και εμφύτευσή τους σε απομακρυσμένα όργανα.
Η λαπαροσκοπική χειρουργική έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να προσφέρει εφάμιλλα αποτελέσματα με την κλασσική ανοιχτή χειρουργική προσπέλαση από άποψη ριζικότητας εκτομής και ογκολογικής επάρκειας της επέμβασης.
Είναι σαφώς λιγότερο τραυματική ως επέμβαση, με λιγότερη απώλεια αίματος διεγχειρητικά και ταχύτερη ανάρρωση. Η λειτουργία του εντέρου αποκαθίσταται συντομότερα με αποτέλεσμα ο ασθενής να σιτίζεται πιο νωρίς σε σχέση με τις ανοιχτές επεμβάσεις, ενώ και η ενδονοσοκομειακή νοσηλεία διαρκεί λιγότερο.
Με την εισαγωγή της ρομποτικής χειρουργικής τα τελευταία χρόνια, τα πλεονεκτήματα μιας ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής τεχνικής έχουν γίνει ακόμα πιο έκδηλα σε σχέση με την λαπαροσκοπική χειρουργική. Η τρισδιάστατη απεικόνιση των ενδοκοιλιακών δομών, τα ειδικά εξελιγμένα αρθρωτά εργαλεία με πλήρη δυνατότητα κίνησης σε όλους τους άξονες και η σταθερότητα των χειρουργικών χειρισμών ακόμα και σε πολύωρες επεμβάσεις, έχουν εξελίξει τις ογκολογικές επεμβάσεις σε ανώτερο επίπεδο.
Το ιστικό τραύμα ελαχιστοποιείται, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τον ασθενή σαν απουσία μετεγχειρητικού πόνου και επιτάχυνση της ανάρρωσης. Η δυνατότητα πρόσβασης σε προηγουμένως δύσκολα χειρουργικά πεδία και η μηδενική μετατροπή σε ανοιχτού τύπου επέμβαση καθιστούν τη ρομποτική χειρουργική πολύτιμο εργαλείο στην αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών.